- θηρεπῳδός
- θηρ-επῳδός, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θηρεπωδός — θηρεπῳδός, όν (Α) αυτός που μαγεύει, που γοητεύει άγρια ζώα με επωδούς, με ξόρκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + επ ωδός] … Dictionary of Greek
θηρεπῳδός — charming wild beasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεπῳδόν — θηρεπῳδός charming wild beasts masc/fem acc sg θηρεπῳδός charming wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek